Перевод: с английского на все языки

со всех языков на английский

καὶ οὗς

  • 1 Public

    adj.
    P. and V. κοινός, Ar. and P. δημόσιος, V. δήμιος, πάνδημος.
    Open: P. and V. κοινός.
    Paid by the public: P. δημοτελής.
    Public acts, subs.: P. τὰ πεπολιτευμένα.
    Public decree: V. δημόπρακτος ψῆφος, ἡ.
    Public exile: V. φυγή δημήλατος, ἡ.
    Public hangman: use Ar. and P, ὁ δήμιος; see Executioner.
    Public life: Ar. and P. πολιτεία, ἡ.
    During the time of my public life: P. καθʼ οὗς ἐπολιτευόμην χρόνους (Dem. 248).
    Enter public life: P. πρὸς τὰ κοινὰ προσέρχεσθαι (Dem. 312).
    Public man: use adj., P. πολιτικός.
    Politician: P. and V. ῥήτωρ, ὁ.
    Be a public man, v.: Ar. and P. πολιτεύεσθαι, δημοσιεύειν.
    From being inglorious and obscure they have become men of repute and public characters: P. γεγόνασιν... ἐξ ἀνωνύμων καὶ ἀδόξων ἔνδοξοι καὶ γνώριμοι (Dem. 106).
    Public upheaval: V. δημόθρους ναρχία, ἡ.
    The public: P. and V. ὁ δῆμος, τὸ κοινόν, οἱ πολλοί
    The public good: P. and V. τὸ κοινόν.
    For the public good: P. and V. εἰς τὸ κοινόν.
    At the public expense: P. ἀπὸ κοινοῦ, δημοσίᾳ.
    In public: P. εἰς τὸ κοινόν, Ar. and P. εἰς τὸ μέσον, V. ἐς μέσον.
    Make public, v.: see Publish.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Public

  • 2 Good

    adj.
    Of persons or things: P. and V. γαθός, χρηστός, καλός, σπουδαῖος, Ar. and V. ἐσθλός, V. κεδνός.
    Pious: P. and V. εὐσεβής, θεοσεβής, ὅσιος.
    Serviceable: P. and V. σύμφορος, χρήσιμος, πρόσφορος, Ar. and P. ὠφέλιμος, V. ὀνήσιμος, Ar. and V. ὠφελήσιμος.
    Be good ( serviceable): P. and V. συμφέρειν, ὠφελεῖν, Ar. and P. προὔργου εἶναι, V. ρήγειν; see be of use under use.
    Well born: P. and V. γενναῖος, εὐγενής, Ar. and V. ἐσθλός.
    Kind: P. and V. πρᾶος, ἤπιος, φιλάνθρωπος; see Kind.
    Skilful: P. and V. σοφός, δεινός, γαθός, ἄκρος.
    Good ( skilful) at: Ar. and P. δεινός (acc.), P. ἄκρος (gen. or εἰς, acc).
    Good at speaking: P. and V. δεινὸς λέγειν.
    Fit for food or drink: see Eatable, Drinkable.
    Favourable (of news, etc.), P. and V. καλός, V. κεδνός; see Auspicious.
    Considerable in amount, etc.: P. and V. μέτριος.
    So far so good: see under Far.
    Be any good, v.; see Avail.
    Do good to: see Benefit.
    Make good, confirm, v. trans.: P. βεβαιοῦν.
    Ratify: P. and V. κυροῦν, ἐπικυροῦν, ἐμπεδοῦν (Plat.). V. ἐχέγγυον ποιεῖν.
    Prove: P. and V. ἐλέγχειν, ἐξελέγχειν.
    Accomplish: see Accomplish.
    Make good (losses, etc.): P. and V. ἀναλαμβνειν, κεῖσθαι, ἰᾶσθαι, ἐξιᾶσθαι.
    For good and all: see for ever under ever.
    Resolve to have uttered for good and all the words you spoke concerning this woman: V. βούλου λόγους οὓς εἶπας εἰς τήνδʼ ἐμπέδως εἰρηκέναι (Soph., Trach. 486).
    ——————
    subs.
    Advantage: P. and V. ὄφελος, τό, ὄνησις, ἡ, ὠφέλεια, ἡ, Ar. and V. ὠφέλημα, τό, V. ὠφέλησις, ἡ.
    Gain, profit: P. and V. κέρδος, τό.
    I have tried all means and done no good: V. εἰς πᾶν ἀφῖγμαι κουδὲν εἴργασμαι πλέον (Eur., Hipp. 284).
    What good is this to me? V. καὶ τί μοι πλέον τόδε; (Eur., Ion. 1255).
    What good will it be to the dead? P. τί ἔσται πλέον τῷ γε ἀποθανόντι; (Ant. 140).
    For the good of: Ar. and P. ἐπʼ γαθῷ (gen. or dat.).
    The good ( in philosophical sense): P. τἀγαθόν, ἰδέα τἀγαθοῦ, ἡ.
    ——————
    interj.
    P. and V. εἶεν.
    Bravo: Ar. and P. εὖγε.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Good

См. также в других словарях:

  • ους — το (ΑΜ οὖς, ὠτός, Α επικ. τ. και οὖας, οὔατος, και δωρ. τ. ὦς) 1. μέλος τού σώματος, όργανο τής ακοής, το αφτί (α. «αἲ γὰρ δή μοι ἀπ οὔατος ὧδε γένοιτο», Ομ. Ιλ. β. «καὶ ἀφεῑλεν αὐτοῡ τὸ οὖς τὸ δεξιόν», ΚΔ) 2. (συνεκδ. με ρ. σε φρ.) η αίσθηση τής …   Dictionary of Greek

  • μέσο ους — Κοιλότητα στο εσωτερικό μέρος του ακουστικού τύμπανου, που περιέχει τρία μικροσκοπικά οστάρια, τη σφύρα, τον άκμονα και τον αναβολέα, τα οποία μεταβιβάζουν τους ηχητικούς κραδασμούς και αποτελούν τμήμα του μηχανισμού της ακοής …   Dictionary of Greek

  • παράρ(ρ)ους — ουν, και παράρ(ρ)οος, οον, Α [παραρρέω] φρ. (αιτ. πληθ.) «παράρους κεραμίδας» κεραμίδια που εξέχουν για να συλλέγουν το νερό τής βροχής επιγρ …   Dictionary of Greek

  • χρεώ — και επικ. τ. χρειώ, όος και οῡς, ἡ, και σπαν. τ. ουδ. χρεώ, τὸ, Α 1. χρεία, ανάγκη 2. στέρηση, έλλειψη 3. επιθυμία για κάτι 4. προφητεία, χρησμός («χρειὼ θεσπίζων μεταμώνιον», Ανθ. Παλ.) 5. ενασχόληση 6. μτφ. μοίρα 7. φρ. α) «χρειὼ γίγνεται [ή… …   Dictionary of Greek

  • φειδώ — ούς, η / φειδώ, όος και οῡς, ΝΜΑ 1. η ενέργεια τού φείδομαι, διάθεση με σύνεση, κατανάλωση με μέτρο, λελογισμένη χρήση, οικονομία 2. (κατ επέκτ.) τσιγκουνιά, φιλαργυρία μσν. αρχ. 1. φροντίδα για κάποιον ή για κάτι 2. ευσπλαγχνία, συμπόνοια.… …   Dictionary of Greek

  • τρύχος — και τρύχος, εος και ους, τὸ, Α 1. ένδυμα τριμμένο, ράκος, κουρέλι 2. σχίσμα, κομμάτι 3. στον πληθ. τὰ τρύχη τα κουρέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρυχ τού ρ. τρύχω + κατάλ. ος τών σιγμόληκτων ουδ. (πρβλ. λαῖφ ος)] …   Dictionary of Greek

  • φίλων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Φ. ο Αθηναίος. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα επί Τριάκοντα Τυράννων και πήγε στον Ωρωπό, απ’ όπου έκανε επιδρομές εναντίον της πόλης. Όταν γύρισε, κατόρθωσε να εκλεγεί βουλευτής. Εναντίον του στρέφεται ο 31ος… …   Dictionary of Greek

  • EPHEBI — apud Athenienses dicti sunt, qui nomina sua inter Ephebos, i. e. puberes, profitebantur: cuius professionis annus legitimus erat aetatis decimus octavus. Pollux l. 8. c. 9. καὶ εἰς μὲν τοὺς Ε᾿φήβους εἰσῄεσαν εντωκαίδεκα ἔτη γενόμενοι. Cuius… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ύφος — το / ὕφος, εος και ους, ΝΑ μτφ. ο ατομικός τρόπος έκφρασης, ο προσωπικός τρόπος σύνθεσης τών λέξεων και φράσεων τόσο στον γραπτό όσο και στον προφορικό λόγο νεοελλ. 1. γλωσσ. ο τρόπος τής πλοκής τών λέξεων και προτάσεων, ο ιδιαίτερος ατομικός… …   Dictionary of Greek

  • φάρσος — εος και ους, τὸ, Α 1. κομμάτι, τεμάχιο 2. κάλυμμα, σκέπασμα 3. (κατά τον Ησύχ.) «τρύφος, κλάσμα, πτερύγιον» 4. φρ. «φάρσεα πόλιος» οι συνοικίες τής πόλης (Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. ο οποίος θα πρέπει να αναχθεί στη συνεσταλμένη βαθμίδα *bhŗ τής ΙΕ …   Dictionary of Greek

  • στένος — Όνομα δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (45 κάτ., υψόμ. 500 μ.) στην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Παγκρατίου. 2. Παράλιος οικισμός (5 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Παρνασσίδας του νομού Φωκίδας.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»